πορορραγής

πορορραγής
-ές, Ν
βοτ.
1. διαρρηκτός
2. φρ. «πορορραγής κάψα»
βοτ. τύπος ξηρού διαρρηκτού καρπού, κάψα που ανοίγει σε προκαθορισμένες θέσεις τού τοιχώματος τής ωοθήκης με πόρους από τους οποίους απελευθερώνονται τα σπέρματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”